- ἀπαρνητικός
- ἀπαρν-ητικός, ή, όν,A denying, Eust.29.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απαρνητικός — ἀπαρνητικός, ή, όν (Μ) αυτός που αρνείται τελείως κάτι … Dictionary of Greek
ἀπαρνητική — ἀπαρνητικός denying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρνητικήν — ἀπαρνητικός denying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρνητικῶς — ἀπαρνητικός denying adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)